- χωνεύω
- ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. χωνεύγω Ν, και ασυναίρ. τ. χοανεύω Α [χοάνη/χώνη]1. τήκω μέταλλο σε χοάνη ή σε κάμινο2. (σχετικά με τροφές) πέπτω, ολοκληρώνω τη λειτουργία πέψηςνεοελλ.1. χώνω, ενσωματώνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο2. (αμτβ.) α) (για ξύλα κ.ά. ύλες) γίνομαι στάχτη, αποτεφρώνομαιβ) (για νερά) i) απορροφούμαιii) κατεβαίνει η στάθμη τής επιφάνειάς μου3. μτφ. α) ανέχομαι, υποφέρω κάποιον («νομίζω ότι ο δάσκαλος δεν μέ χωνεύει καθόλου»)β) κατανοώ, συνειδητοποιώ κάτι (α. «τό χώνεψες ή θέλεις να σού τό επαναλάβω;» β. «δεν μπορεί ακόμη να χωνέψει την προσβολή που τής έκανε»)γ) (στην ποίηση) εντάσσω, προσαρμόζω («χωνεύουν τα ανώμαλα σχήματά τους μέσα σε μία γενικήν αρμονίαν», Παπαντ.)4. φρ. α) «δεν θα τό χωνέψεις»(ως απειλή) δεν θα περάσει έτσι, χωρίς να τιμωρηθείςβ) «χωνεμένη κοπριά» — κοπριά που έχει αποσυντεθεί και είναι κατάλληλη για λίπασμαγ) «χωνεμένο τυρί» — τυρί που έχει υποστεί ζύμωσηαρχ.1. χύνω μέταλλο στη μήτρα, χυτεύω («τὸν χαλκοῡν ἵππον χωνεύσας», Αλέξ. Αφρ.)2. επιχρίω αγγεία με πίσσα3. μτφ. (σχετικά με χρήματα) συγκεντρώνω, μαζεύω.
Dictionary of Greek. 2013.